- γαστρονομικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη γαστρονομία: Γαστρονομικές απολαύσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαστρονομικός — ή, ό ο σχετικός με τη γαστρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστρονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek